- Θαλπίῳ
- Θάλπιοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλπιώ — θαλπιῶ, άω και όω (Α) είμαι ή γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («εὖ θαλπιόων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θάλπω για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek